- ρυτίδα
- η / ῥυτίς, -ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Απτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα τής γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)νεοελλ.ιατρ. δερματική πτυχή τού προσώπου, που προέρχεται από γεροντική εκφύλιση τού χορίου τού δέρματος με αλλοίωση τού ελαστικού, ιδίως, ιστού και που η εμφάνισή της ευνοείται από την έκθεση στην κακοκαιρία και από την κακή υγιεινή τού δέρματοςαρχ.1. πτυχή, δίπλωση φορέματος2. μτφ. στίγμα, όνειδος, κηλίδα («ἵνα παραστήσῃ... τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ῥυσός* σχηματισμένος πιθ. < επίθ. ῥυτός «τραβηγμένος» (βλ. λ. ρυτός) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πηκτ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.